αναψύχω

αναψύχω
(Α ἀναψύχω)
Ι. ενεργ.
1. ψυχραίνω, δροσίζω
2. ανακουφίζω, ξεκουράζω
3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον
4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν
II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναψυχώ — ἀναψυχῶ ( όω) (Μ) 1. δίνω πάλι ψυχή, αναζωογονώ, ανασταίνω 2. μέσ. παίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι …   Dictionary of Greek

  • ἀναψυχῶ — ἀναψύχω cool aor subj pass 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναψύχω — ἀναψύ̱χω , ἀναψύχω cool pres subj act 1st sg ἀναψύ̱χω , ἀναψύχω cool pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναψύχω — υξα, ύχτηκα, υγμένος, υποβάλλω κάτι σε νέα ψύξη: Οι κατεψυγμένες τροφές, αν αποψυχτούν, δεν πρέπει να αναψύχονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναψυγέντα — ἀναψύχω cool aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀναψύχω cool aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναψῦχον — ἀναψύχω cool pres part act masc voc sg ἀναψύχω cool pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέψυχεν — ἀναψύχω cool aor ind pass 3rd pl (epic) ἀνέψῡχεν , ἀναψύχω cool imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμψῦξαι — ἀναψύχω cool aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναψυγῆναι — ἀναψύχω cool aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναψυχῆναι — ἀναψύχω cool aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”